- βαρύγλωσσος
- -η, -ο (AM βαρύγλωσσος, -ον)ο βραδύγλωσσοςνεοελλ.1. αυτός που βαριέται να μιλήσει2. (για παιδί) εκείνο που άργησε να μιλήσειαρχ.ο κακόγλωσσος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
βαρύγλωσσος — grievous of tongue masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βαρύγλωσσον — βαρύγλωσσος grievous of tongue masc/fem acc sg βαρύγλωσσος grievous of tongue neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βαρυγλώσσοιο — βαρύγλωσσος grievous of tongue masc/fem/neut gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βαρύγλωσσοι — βαρύγλωσσος grievous of tongue masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βαρυ- — α συνθετικό λέξεων, κατά κύριο λόγο επιθέτων, της αρχαίας, μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής, με μεγάλη παραγωγικότητα. Τα σύνθετα με το βαρυ εμφανίζονται με τις ακόλουθες σημασίες: Την κυριολεκτική σημασία του επιθέτου βαρύς («αυτός που έχει βάρος … Dictionary of Greek
γλώσσα — I Όργανο με το οποίο ο άνθρωπος αναλύει και αντικειμενοποιεί την εμπειρία του με τη βοήθεια φωνητικών συμβόλων (λέξεων) που έχουν διαφορετική μορφή και διαφορετικές αμοιβαίες σχέσεις σε κάθε ιστορική κοινότητα. Πιο συγκεκριμένα, λέγοντας γ.… … Dictionary of Greek
ԾԱՆՐԱԼԵԶՈՒ — ( ) NBH 1 1008 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical ա. βαρύγλωσσος, βραδύγλωσσος gravis vel tardus lingua, tardiloquus. Որոյ ծանր է լեզուն. յամրախօս. եւ Թանձրաբարբառ. լեզուն ծանտր. ... *Նրբաձայն եւ ծանրալեզու եմ ես. Ել. ՟Դ. 10:… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)